Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalentìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [salenˈtino] κάτοικος του Σαλέντο salentìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [salenˈtino] ο του Σαλέντο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |