Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaliènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saˈljɛnte] 1 προεκβολή 2 προβολή 3 ότι εξέχει 4 άκρο 5 εξόγκωμα 6 προεξοχή 7 εντυπωσιακότερα τονισμένο τμήμα 8 περίοπτη θέση saliènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [saˈljɛnte] 1 περίοπτος 2 περίβλεπτος 3 προεξέχων 4 εξέχων 5 καταφανής 6 κύριος 7 αξιοπρόσεκτος 8 διακεκριμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |