Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [saˈlina] 1 αλοπήγιο 2 αλατωρυχείο 3 αλυκή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |