Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalinòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saliˈnɔmetro] 1 μετρητής αλατότητας διαλύματος 2 αλατόμετρο 3 υδρόμετρο ένδειξης αλάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |