Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaliscèndi, saliscéndi
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,saliʃˈʃendi], [,saliʃˈʃendi] 1 σύρτης (πόρτας) 2 μπετούγια 3 μάνταλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |