Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saˈliva]

το σάλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salita salivale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salinometro (ουσ αρσ )
salire (ρ.αμτβ.)
salire (ρ. μτβ.)
saliscendi (ουσ αρσ )
salita (θηλ.ουσ)
saliva (θηλ.ουσ)
salivale (επίθ.)
salivare (επίθ.)
salivare (ρ.αμτβ.)
salivatorio (επίθ.)
salivazione (θηλ.ουσ)
salma (θηλ.ουσ)
salmarino (ουσ αρσ )
salmastro (ουσ αρσ )
salmastro (επίθ.)
salmeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
salmeria (θηλ.ουσ)
salmerino (ουσ αρσ )
salmerista (ουσ αρσ )
salmì (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---