Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalmàstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [salˈmastro] γλυφή γεύση salmàstro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [salˈmastro] 1 ελαφρώς αλατισμένος 2 υφάλμυρος 3 γλυφός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |