Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salmodiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [salmoˈdjare]

1 ψέλνω
2 μελωδώ
3 ψαλμωδώ
4 ψάλλω
5 υμνολογώ
6 υμνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salmodia salmodico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salmiaco (ουσ αρσ )
salmista (ουσ αρσ και θηλ.)
salmistrare (ρ. μτβ.)
salmo (ουσ αρσ )
salmodia (θηλ.ουσ)
salmodiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
salmodico (επίθ.)
salmonato (επίθ.)
salmone (ουσ αρσ )
salmone (επίθ.)
salmonella (θηλ.ουσ)
salmonellosi (θηλ.ουσ)
salnitro (ουσ αρσ )
salolo (ουσ αρσ )
salomone (ουσ αρσ )
salomonico (επίθ.)
salone (ουσ αρσ )
Salonicco (θηλ.ουσ)
salopette (θηλ.ουσ)
salottiero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---