Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saˈlone] η μεγάλη αίθουσα, η μεγάλη σάλα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsalone [αρσ.] di bellezza = το σαλόνι ομορφιάς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |