Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salpìnge  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [salˈpinʤe]

1 ευσταχιανή σάλπιγγα
2 σάλπιγγα
3 ωαγωγός σάλπιγγα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salpare salpingectomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salottiero (επίθ.)
salotto (ουσ αρσ )
salpa (θηλ.ουσ)
salpare (ρ.αμτβ.)
salpare (ρ. μτβ.)
salpinge (θηλ.ουσ)
salpingectomia (θηλ.ουσ)
salpingite (θηλ.ουσ)
salsa (θηλ.ουσ)
salsapariglia (θηλ.ουσ)
salsato (επίθ.)
salsedine (θηλ.ουσ)
salsedinoso (επίθ.)
salsiccia (θηλ.ουσ)
salsiera (θηλ.ουσ)
salso (ουσ αρσ )
salso (επίθ.)
salsoiodico (επίθ.)
saltabecca (θηλ.ουσ)
saltabeccare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---