Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalpìnge
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [salˈpinʤe] 1 ευσταχιανή σάλπιγγα 2 σάλπιγγα 3 ωαγωγός σάλπιγγα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |