Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsàlso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsalso] 1 αλμύρα 2 αλμυρή γεύση sàlso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsalso] 1 αλμυρός 2 αλατοφόρος 3 αρμυρός 4 υφάλμυρος 5 αλατούχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |