Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salsièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [salˈsjɛra]

1 σαλτσιέρα
2 σκεύος για σάλτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salsiccia salso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salsapariglia (θηλ.ουσ)
salsato (επίθ.)
salsedine (θηλ.ουσ)
salsedinoso (επίθ.)
salsiccia (θηλ.ουσ)
salsiera (θηλ.ουσ)
salso (ουσ αρσ )
salso (επίθ.)
salsoiodico (επίθ.)
saltabecca (θηλ.ουσ)
saltabeccare (ρ.αμτβ.)
saltaleone (ουσ αρσ )
saltamartino (ουσ αρσ )
saltare (ρ.αμτβ.)
saltare (ρ. μτβ.)
saltato (επίθ.)
saltatore (ουσ αρσ )
saltatore (επίθ.)
saltellamento (ουσ αρσ )
saltellante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---