Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salpàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [salˈpare]

σαλπάρω

salpàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [salˈpare]

σηκώνω άγκυρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salpa salpinge  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Salonicco (θηλ.ουσ)
salopette (θηλ.ουσ)
salottiero (επίθ.)
salotto (ουσ αρσ )
salpa (θηλ.ουσ)
salpare (ρ.αμτβ.)
salpare (ρ. μτβ.)
salpinge (θηλ.ουσ)
salpingectomia (θηλ.ουσ)
salpingite (θηλ.ουσ)
salsa (θηλ.ουσ)
salsapariglia (θηλ.ουσ)
salsato (επίθ.)
salsedine (θηλ.ουσ)
salsedinoso (επίθ.)
salsiccia (θηλ.ουσ)
salsiera (θηλ.ουσ)
salso (ουσ αρσ )
salso (επίθ.)
salsoiodico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---