Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salopette  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saloˈpet]

1 φόρμα
2 φόρμα προστασίας πάνω από ρούχα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Salonicco salottiero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salolo (ουσ αρσ )
salomone (ουσ αρσ )
salomonico (επίθ.)
salone (ουσ αρσ )
Salonicco (θηλ.ουσ)
salopette (θηλ.ουσ)
salottiero (επίθ.)
salotto (ουσ αρσ )
salpa (θηλ.ουσ)
salpare (ρ.αμτβ.)
salpare (ρ. μτβ.)
salpinge (θηλ.ουσ)
salpingectomia (θηλ.ουσ)
salpingite (θηλ.ουσ)
salsa (θηλ.ουσ)
salsapariglia (θηλ.ουσ)
salsato (επίθ.)
salsedine (θηλ.ουσ)
salsedinoso (επίθ.)
salsiccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---