Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalmonellòsi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [salmonelˈlɔzi] 1 σαλμονέλωση 2 αλλαντίαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |