Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalmóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [salˈmone] ο σολομός salmóne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [salˈmone] ο με έντονο κιτρινωπό ροζ χρώμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |