Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salmonèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [salmoˈnɛlla]

σαλμονέλα (μικρόβιο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salmone salmonellosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salmodiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
salmodico (επίθ.)
salmonato (επίθ.)
salmone (ουσ αρσ )
salmone (επίθ.)
salmonella (θηλ.ουσ)
salmonellosi (θηλ.ουσ)
salnitro (ουσ αρσ )
salolo (ουσ αρσ )
salomone (ουσ αρσ )
salomonico (επίθ.)
salone (ουσ αρσ )
Salonicco (θηλ.ουσ)
salopette (θηλ.ουσ)
salottiero (επίθ.)
salotto (ουσ αρσ )
salpa (θηλ.ουσ)
salpare (ρ.αμτβ.)
salpare (ρ. μτβ.)
salpinge (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---