Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salmiàco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [salˈmjako]

χλωριούχο αμμώνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salmì salmista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salmeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
salmeria (θηλ.ουσ)
salmerino (ουσ αρσ )
salmerista (ουσ αρσ )
salmì (ουσ αρσ )
salmiaco (ουσ αρσ )
salmista (ουσ αρσ και θηλ.)
salmistrare (ρ. μτβ.)
salmo (ουσ αρσ )
salmodia (θηλ.ουσ)
salmodiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
salmodico (επίθ.)
salmonato (επίθ.)
salmone (ουσ αρσ )
salmone (επίθ.)
salmonella (θηλ.ουσ)
salmonellosi (θηλ.ουσ)
salnitro (ουσ αρσ )
salolo (ουσ αρσ )
salomone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---