Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàlma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsalma]

1 πτώμα ανθρώπινο
2 κουφάρι
3 πτώμαc


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salivazione salmarino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salivale (επίθ.)
salivare (επίθ.)
salivare (ρ.αμτβ.)
salivatorio (επίθ.)
salivazione (θηλ.ουσ)
salma (θηλ.ουσ)
salmarino (ουσ αρσ )
salmastro (ουσ αρσ )
salmastro (επίθ.)
salmeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
salmeria (θηλ.ουσ)
salmerino (ουσ αρσ )
salmerista (ουσ αρσ )
salmì (ουσ αρσ )
salmiaco (ουσ αρσ )
salmista (ουσ αρσ και θηλ.)
salmistrare (ρ. μτβ.)
salmo (ουσ αρσ )
salmodia (θηλ.ουσ)
salmodiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---