Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [saˈlino] 1 υφάλμυρος 2 παστός 3 αλατούχος 4 αλμυρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |