Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salìgno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saˈliɲɲo]

1 παστός
2 πικάντικος
3 αλατούχος
4 αλμυρός
5 υφάλμυρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salificazione salina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saliera (θηλ.ουσ)
salifero (επίθ.)
salificabile (επίθ.)
salificare (ρ. μτβ.)
salificazione (θηλ.ουσ)
saligno (επίθ.)
salina (θηλ.ουσ)
salinaio (ουσ αρσ )
salinare (ρ.αμτβ.)
salinaro (ουσ αρσ )
salinatore (ουσ αρσ )
salinatura (θηλ.ουσ)
salinità (θηλ.ουσ)
salino (αρσ. επίθ και ουσ)
salinometro (ουσ αρσ )
salire (ρ.αμτβ.)
salire (ρ. μτβ.)
saliscendi (ουσ αρσ )
salita (θηλ.ουσ)
saliva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---