Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [salifiˈkare] 1 μετατρέπω σε άλας 2 αλατοποιώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |