Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [salifiˈkare]

1 μετατρέπω σε άλας
2 αλατοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salificabile salificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saliente (επίθ.)
salienza (θηλ.ουσ)
saliera (θηλ.ουσ)
salifero (επίθ.)
salificabile (επίθ.)
salificare (ρ. μτβ.)
salificazione (θηλ.ουσ)
saligno (επίθ.)
salina (θηλ.ουσ)
salinaio (ουσ αρσ )
salinare (ρ.αμτβ.)
salinaro (ουσ αρσ )
salinatore (ουσ αρσ )
salinatura (θηλ.ουσ)
salinità (θηλ.ουσ)
salino (αρσ. επίθ και ουσ)
salinometro (ουσ αρσ )
salire (ρ.αμτβ.)
salire (ρ. μτβ.)
saliscendi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---