Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saliènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saˈljɛntsa]

1 προεκβολή
2 προβολή
3 ότι εξέχει
4 άκρο
5 εξόγκωμα
6 προεξοχή
7 εντυπωσιακότερα τονισμένο τμήμα
8 περίοπτη θέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saliente saliera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salicilato (ουσ αρσ )
salicilico (αρσ. επίθ και ουσ)
salicornia (θηλ.ουσ)
saliente (ουσ αρσ )
saliente (επίθ.)
salienza (θηλ.ουσ)
saliera (θηλ.ουσ)
salifero (επίθ.)
salificabile (επίθ.)
salificare (ρ. μτβ.)
salificazione (θηλ.ουσ)
saligno (επίθ.)
salina (θηλ.ουσ)
salinaio (ουσ αρσ )
salinare (ρ.αμτβ.)
salinaro (ουσ αρσ )
salinatore (ουσ αρσ )
salinatura (θηλ.ουσ)
salinità (θηλ.ουσ)
salino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---