Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saldàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [salˈdato]

1 συνδεδεμένος
2 τακτοποιημένος
3 εξοφληθείς
4 ενωμένος
5 συγκολλημένος
6 κολλημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saldativo saldatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saldamente (επίρ.)
saldamento (ουσ αρσ )
saldare (ρ. μτβ.)
saldarsi (ρ.μ. (αντων.))
saldativo (επίθ.)
saldato (επίθ.)
saldatoio (ουσ αρσ )
saldatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saldatrice (θηλ.ουσ)
saldatura (θηλ.ουσ)
saldezza (θηλ.ουσ)
saldo (ουσ αρσ )
saldo (επίθ.)
saldobrasatura (θηλ.ουσ)
sale (ουσ αρσ )
salentino (ουσ αρσ )
salentino (επίθ.)
salernitano (ουσ αρσ )
salernitano (επίθ.)
salgemma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---