Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaldàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [salˈdato] 1 συνδεδεμένος 2 τακτοποιημένος 3 εξοφληθείς 4 ενωμένος 5 συγκολλημένος 6 κολλημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |