Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saldaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saldaˈmento]

επούλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saldamente saldare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salciolo (ουσ αρσ )
salda (θηλ.ουσ)
saldabile (επίθ.)
saldabilità (θηλ.ουσ)
saldamente (επίρ.)
saldamento (ουσ αρσ )
saldare (ρ. μτβ.)
saldarsi (ρ.μ. (αντων.))
saldativo (επίθ.)
saldato (επίθ.)
saldatoio (ουσ αρσ )
saldatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saldatrice (θηλ.ουσ)
saldatura (θηλ.ουσ)
saldezza (θηλ.ουσ)
saldo (ουσ αρσ )
saldo (επίθ.)
saldobrasatura (θηλ.ουσ)
sale (ουσ αρσ )
salentino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---