Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salciòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [salˈʧɔlo]

1 λυγαριά
2 κλαδί ιτιάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salcigno salda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salato (επίθ.)
salatoio (ουσ αρσ )
salatore (ουσ αρσ )
salatura (θηλ.ουσ)
salcigno (επίθ.)
salciolo (ουσ αρσ )
salda (θηλ.ουσ)
saldabile (επίθ.)
saldabilità (θηλ.ουσ)
saldamente (επίρ.)
saldamento (ουσ αρσ )
saldare (ρ. μτβ.)
saldarsi (ρ.μ. (αντων.))
saldativo (επίθ.)
saldato (επίθ.)
saldatoio (ουσ αρσ )
saldatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saldatrice (θηλ.ουσ)
saldatura (θηλ.ουσ)
saldezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---