Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈlato]

1 αλμυρή γεύση
2 αρμύρα
3 παστό χοιρινό

salàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saˈlato]

1 αλατισμένος (-η, -ο)
2 (costoso) αλμυρός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salatino salatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salassare (ρ. μτβ.)
salassatura (θηλ.ουσ)
salasso (ουσ αρσ )
salata (θηλ.ουσ)
salatino (ουσ αρσ )
salato (ουσ αρσ )
salato (επίθ.)
salatoio (ουσ αρσ )
salatore (ουσ αρσ )
salatura (θηλ.ουσ)
salcigno (επίθ.)
salciolo (ουσ αρσ )
salda (θηλ.ουσ)
saldabile (επίθ.)
saldabilità (θηλ.ουσ)
saldamente (επίρ.)
saldamento (ουσ αρσ )
saldare (ρ. μτβ.)
saldarsi (ρ.μ. (αντων.))
saldativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---