Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈlasso]

1 αφαίμαξη
2 θεραπευτική αφαίρεση αίματος
3 μεγάλη δαπάνη
4 έντεχνη απόσπαση χρημάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salassatura salata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salariato (ουσ αρσ )
salariato (επίθ.)
salario (ουσ αρσ )
salassare (ρ. μτβ.)
salassatura (θηλ.ουσ)
salasso (ουσ αρσ )
salata (θηλ.ουσ)
salatino (ουσ αρσ )
salato (ουσ αρσ )
salato (επίθ.)
salatoio (ουσ αρσ )
salatore (ουσ αρσ )
salatura (θηλ.ουσ)
salcigno (επίθ.)
salciolo (ουσ αρσ )
salda (θηλ.ουσ)
saldabile (επίθ.)
saldabilità (θηλ.ουσ)
saldamente (επίρ.)
saldamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---