Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sagàce  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saˈgaʧe]

1 θυμόσοφος
2 μυαλωμένος
3 αγχίνους
4 βαθύνους
5 οξυδερκής
6 που έχει οξεία αντίληψη
7 διορατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saga sagacemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saffico (αρσ. επίθ και ουσ)
saffismo (ουσ αρσ )
saffo (θηλ.ουσ)
safranina (θηλ.ουσ)
saga (θηλ.ουσ)
sagace (επίθ.)
sagacemente (επίρ.)
sagacia (θηλ.ουσ)
sagacità (θηλ.ουσ)
saggezza (θηλ.ουσ)
saggiamente (επίρ.)
saggiare (ρ. μτβ.)
saggiatore (ουσ αρσ )
saggiatura (θηλ.ουσ)
saggina (θηλ.ουσ)
sagginale (ουσ αρσ )
sagginare (ρ. μτβ.)
sagginato (επίθ.)
saggio (ουσ αρσ )
saggio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---