Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saettàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [saetˈtare]

1 ρίχνω βέλος
2 ρίχνω σαΐτα
3 σαὶτεύω
4 τοξεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saettante saettatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sadomasochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sadomasochistico (επίθ.)
saduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
saetta (θηλ.ουσ)
saettante (επίθ.)
saettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
saettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saettella (θηλ.ουσ)
saettone (ουσ αρσ )
safari (ουσ αρσ )
safena (θηλ.ουσ)
safeno (επίθ.)
saffica (θηλ.ουσ)
saffico (αρσ. επίθ και ουσ)
saffismo (ουσ αρσ )
saffo (θηλ.ουσ)
safranina (θηλ.ουσ)
saga (θηλ.ουσ)
sagace (επίθ.)
sagacemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---