ItalianoGreco


sàcro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsakro]

1 το ιερό
2 ιερό οστό

sàcro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsakro]

ιερός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Sacre scritture [θηλ. πλυθ.] = η Άγια Γραφή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---