Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsàdico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsadiko] ο σαδιστής, η σαδίστρια sàdico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsadiko] σαδιστικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |