Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sacrosànto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sakroˈsanto]

1 άξιος
2 επάξιος
3 απολαμβάνων τα πρέποντα
4 ιερός και απαραβίαστος
5 ιερώτατος
6 πανίερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sacrosantamente sadduceo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sacripante (ουσ αρσ )
sacro (ουσ αρσ )
sacro (επίθ.)
sacroiliaco (επίθ.)
sacrosantamente (επίρ.)
sacrosanto (επίθ.)
sadduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
sadico (ουσ αρσ )
sadico (επίθ.)
sadismo (ουσ αρσ )
sadomasochismo (ουσ αρσ )
sadomasochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sadomasochistico (επίθ.)
saduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
saetta (θηλ.ουσ)
saettante (επίθ.)
saettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
saettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saettella (θηλ.ουσ)
saettone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---