Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsacripànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sakriˈpante] 1 παλικαράς 2 νταής 3 μπράβος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |