Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsacrificatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sakrifikaˈtore] 1 πρόσωπο που ζημιώνει ή καταστρέφει 2 θύτης 3 πρόσωπο που προσφέρει θυσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |