ItalianoGreco


sacrificàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sakrifiˈkare]

1 κάνω προσφορές
2 θυσιάζω
3 προσφέρω θυσία

sacrificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sakrifiˈkare]

1 χαλώ
2 χαραμίζω
3 χαλαλίζω
4 θυσιάζω
5 δεν αξιοποιώ
6 καταστρέφω
7 σπαταλώ
8 αναλώνω

sacrificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sakrifiˈkarsi]

θυσιάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---