Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sacrosantaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [sakrosantaˈmente]

1 καθ'ολοκληρία
2 εντελώς
3 ασυζητητί
4 αναμφιβόλως
5 δίκαια
6 επαξίως
7 σωστά
8 ορθά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sacroiliaco sacrosanto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sacrilego (επίθ.)
sacripante (ουσ αρσ )
sacro (ουσ αρσ )
sacro (επίθ.)
sacroiliaco (επίθ.)
sacrosantamente (επίρ.)
sacrosanto (επίθ.)
sadduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
sadico (ουσ αρσ )
sadico (επίθ.)
sadismo (ουσ αρσ )
sadomasochismo (ουσ αρσ )
sadomasochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sadomasochistico (επίθ.)
saduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
saetta (θηλ.ουσ)
saettante (επίθ.)
saettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
saettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saettella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---