Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsacerdòzio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saʧerˈdɔttsjo] 1 αξίωμα ιερέα 2 ιερατείο 3 ιεροσύνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |