Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsacèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saˈʧɛllo] 1 εκκλησούλα 2 παρεκκλήσι 3 εκκλησάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |