Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sacràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saˈkrale]

1 σύμφωνος με την θέληση του Θεού
2 σεβαστός
3 σχετικός με τον Θεό
4 σχετικός με ιερό οστό
5 όσιος
6 ιερός
7 αβεβήλωτος
8 αφιερωμένος στον Θεό
9 άγιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sacerdozio sacralità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sacello (ουσ αρσ )
sacerdotale (επίθ.)
sacerdote (ουσ αρσ )
sacerdotessa (θηλ.ουσ)
sacerdozio (ουσ αρσ )
sacrale (επίθ.)
sacralità (θηλ.ουσ)
sacralizzare (ρ. μτβ.)
sacralizzazione (θηλ.ουσ)
sacramentale (αρσ. επίθ και ουσ)
sacramentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sacramentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sacramentario (ουσ αρσ )
sacramentato (επίθ.)
sacramento (ουσ αρσ )
sacrare (ρ.αμτβ.)
sacrare (ρ. μτβ.)
sacrario (ουσ αρσ )
sacrificabile (επίθ.)
sacrificale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---