Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saccocciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sakkotˈʧata]

1 ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη
2 όσο χωράει μια τσέπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saccoccia saccomanno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sacchetta (θηλ.ουσ)
sacchetto (ουσ αρσ )
sacciforme (επίθ.)
sacco (ουσ αρσ )
saccoccia (θηλ.ουσ)
saccocciata (θηλ.ουσ)
saccomanno (ουσ αρσ )
saccone (ουσ αρσ )
sacculare (επίθ.)
sacculato (επίθ.)
sacculo (ουσ αρσ )
sacello (ουσ αρσ )
sacerdotale (επίθ.)
sacerdote (ουσ αρσ )
sacerdotessa (θηλ.ουσ)
sacerdozio (ουσ αρσ )
sacrale (επίθ.)
sacralità (θηλ.ουσ)
sacralizzare (ρ. μτβ.)
sacralizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---