ItalianoGreco


sàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsakko]

το σακί


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dare un sacco di botte = δίνω πολύ ξύλο || sacco [αρσ.] a pelo = ο σάκος ύπνου, ο υπνόσακος || un sacco [αρσ.] di... = ένας σωρός από...



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---