Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsacchétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sakˈketta] 1 τορβάς 2 σακί με τροφή ζώου 3 ντορβάς 4 τάγιστρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |