Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saccheggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sakkedˈʤare]

1 κουρσεύω
2 λεηλατώ (πόλη) που κατέλαβα
3 ερημώνω
4 κουρσεύω
5 κάνω λογοκλοπή
6 πλιατσικολογώ
7 τσουβαλιάζω
8 σακουλιάζω
9 σακιάζω
10 διαρπάζω
11 διαγουμίζω
12 λαφυραγωγώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saccheggiamento saccheggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saccente (ουσ αρσ και θηλ.)
saccente (επίθ.)
saccentemente (επίρ.)
saccenteria (θηλ.ουσ)
saccheggiamento (ουσ αρσ )
saccheggiare (ρ. μτβ.)
saccheggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saccheggio (ουσ αρσ )
sacchetta (θηλ.ουσ)
sacchetto (ουσ αρσ )
sacciforme (επίθ.)
sacco (ουσ αρσ )
saccoccia (θηλ.ουσ)
saccocciata (θηλ.ουσ)
saccomanno (ουσ αρσ )
saccone (ουσ αρσ )
sacculare (επίθ.)
sacculato (επίθ.)
sacculo (ουσ αρσ )
sacello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---