Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saccènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [satˈʧɛnte]

1 παντογνώστης
2 εξυπνάκιας
3 λογιότατος

saccènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [satˈʧɛnte]

1 φαντασμένος
2 αλαζονικός
3 επηρμένος
4 σχολαστικός
5 πομπώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saccatura saccentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saccarometro (ουσ αρσ )
saccaromiceti (ουσ αρσ πληθ.)
saccarosio (ουσ αρσ )
saccata (θηλ.ουσ)
saccatura (θηλ.ουσ)
saccente (ουσ αρσ και θηλ.)
saccente (επίθ.)
saccentemente (επίρ.)
saccenteria (θηλ.ουσ)
saccheggiamento (ουσ αρσ )
saccheggiare (ρ. μτβ.)
saccheggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saccheggio (ουσ αρσ )
sacchetta (θηλ.ουσ)
sacchetto (ουσ αρσ )
sacciforme (επίθ.)
sacco (ουσ αρσ )
saccoccia (θηλ.ουσ)
saccocciata (θηλ.ουσ)
saccomanno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---