Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaccènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [satˈʧɛnte] 1 παντογνώστης 2 εξυπνάκιας 3 λογιότατος saccènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [satˈʧɛnte] 1 φαντασμένος 2 αλαζονικός 3 επηρμένος 4 σχολαστικός 5 πομπώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |