Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaccàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sakˈkata] 1 σακιά 2 ποσότητα που χωρά σε ένα σακί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |