ItalianoGreco


sacchéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sakˈkedʤo]

1 λεηλασία
2 λεία
3 κούρσος
4 σάκιασμα
5 διαγούμισμα
6 λογοκλοπή
7 ληστεία
8 πλιάτσικο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---