Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reincàrico (ουσ αρσ ) reiterazióne (θηλ.ουσ)
reincarnàre (ρ. μτβ.) relatìva (θηλ.ουσ)
reincarnarsi (ρ.μ. (αντων.)) relativaménte (επίρ.)
reincarnazióne (θηλ.ουσ) relativìsmo (ουσ αρσ )
reinfezióne (θηλ.ουσ) relativìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
reingàggio (ουσ αρσ ) relativìstico (επίθ.)
reingrèsso (ουσ αρσ ) relatività (θηλ.ουσ)
reinnestàre (ρ. μτβ.) relativizzàre (ρ. μτβ.)
reinnèsto (ουσ αρσ ) relativizzazióne (θηλ.ουσ)
reinscrìvere (ρ. μτβ.) relatìvo (επίθ.)
reinseriménto (ουσ αρσ ) relatóre (ουσ αρσ )
reinserìre (ρ. μτβ.) relatóre (επίθ.)
reinserirsi (ρ.μ. (αντων.)) relax (ουσ αρσ )
reintegràre (ρ. μτβ.) relazionàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
reintegrarsi (ρ.μ. (αντων.)) relazióne (θηλ.ουσ)
reintegratìvo (επίθ.) relè (ουσ αρσ )
reintegrazióne (θηλ.ουσ) relegàre (ρ. μτβ.)
reinventàre (ρ. μτβ.) relegazióne (θηλ.ουσ)
reinvestiménto (ουσ αρσ ) religióne (θηλ.ουσ)
reinvestìre (ρ. μτβ.) religiosaménte (επίρ.)
reità (θηλ.ουσ) religiosità (θηλ.ουσ)
reiteràbile (επίθ.) religióso (ουσ αρσ )
reiteràre (ρ. μτβ.) religióso (επίθ.)
reiterataménte (επίρ.) relìquia (θηλ.ουσ)
reiteràto (επίθ.) reliquiàrio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: