Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pièta (θηλ.ουσ) piezoelèttrico (επίθ.)
pietà (θηλ.ουσ) piezometrìa (θηλ.ουσ)
pietànza (θηλ.ουσ) piezomètrico (επίθ.)
pietìsmo (ουσ αρσ ) piezòmetro (ουσ αρσ )
pietìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) piezooscillatóre (ουσ αρσ )
pietìstico (επίθ.) piezotransizióne (θηλ.ουσ)
pietosaménte (επίρ.) pifferàio (ουσ αρσ )
pietóso (επίθ.) pìffero (ουσ αρσ )
piètra (θηλ.ουσ) pigiàma (ουσ αρσ )
pietràia (θηλ.ουσ) pigiaménto (ουσ αρσ )
pietràme (ουσ αρσ ) pìgia pìgia (ουσ αρσ )
pietrificàre (ρ. μτβ.) pigiàre (ρ.αμτβ.)
pietrificarsi (ρ.μ. (αντων.)) pigiàre (ρ. μτβ.)
pietrificàto (επίθ.) pigiarsi (ρ.μ. (αντων.))
pietrificazióne (θηλ.ουσ) pigiàta (θηλ.ουσ)
pietrìna (θηλ.ουσ) pigiàto (επίθ.)
pietrìsco (ουσ αρσ ) pigiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
piètro (ουσ αρσ ) pigiatrìce (θηλ.ουσ)
pietrosità (θηλ.ουσ) pigiatùra (θηλ.ουσ)
pietróso (επίθ.) pigionànte (ουσ αρσ και θηλ.)
pievanìa (θηλ.ουσ) pigióne (θηλ.ουσ)
pievàno (ουσ αρσ ) pìglia (ουσ αρσ )
piève (θηλ.ουσ) pigliamósche (ουσ αρσ )
pievelóce (επίθ.) pigliàre (ρ. μτβ.)
piezoelettricità (θηλ.ουσ) pìglio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: