Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pietìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈtista]

1 αφοσιωμένος στη θρησκεία (και ιδίως στους τύπους της)
2 θρησκόληπτος
3 θρησκομανής
4 ψευτοθεοφοβούμενος
5 θεομπαίχτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pietismo pietistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pierrot (ουσ αρσ )
pieta (θηλ.ουσ)
pietà (θηλ.ουσ)
pietanza (θηλ.ουσ)
pietismo (ουσ αρσ )
pietista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pietistico (επίθ.)
pietosamente (επίρ.)
pietoso (επίθ.)
pietra (θηλ.ουσ)
pietraia (θηλ.ουσ)
pietrame (ουσ αρσ )
pietrificare (ρ. μτβ.)
pietrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
pietrificato (επίθ.)
pietrificazione (θηλ.ουσ)
pietrina (θηλ.ουσ)
pietrisco (ουσ αρσ )
pietro (ουσ αρσ )
pietrosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---